- τοπήϊον
- τοπήϊον, τό, [dialect] Ion. for τοπεῖον, Call.Del.315.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τοπήιον — τὸ, Α ιων. τ. βλ. τοπείο … Dictionary of Greek
τοπήια — τοπήιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοπείο — (I) το, Ν (δ. γρφ.) βλ. τοπίο. (II) το / τοπεῑον, ΝΑ, και ιων. τ. τοπήιον Α νεοελλ. ναυτ. τα ξάρτια πλοίου αρχ. σχοινί, παλαμάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τόπος, αν και η σύνδεση αυτή προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες] … Dictionary of Greek